- ἀναπτύξεως
- ἀναπτύξεω̆ς , ἀνάπτυξιςopeningfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Cyprus Development Bank — Κυπριακή Τράπεζα Αναπτύξεως Type Public Industry Finance Founded 1963 Headquarters Nicosia, Cyprus Area served … Wikipedia
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
ΕΤΒΑ — (Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Ανάπτυξης). Τράπεζα που ιδρύθηκε ως δημόσια επιχείρηση το 1964 με τον νόμο 4366, μετά από τη συγχώνευση του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Οικονομικής Αναπτύξεως (OXOA), του Οργανισμού Βιομηχανικής Αναπτύξεως και του… … Dictionary of Greek
Cadastre de Grèce — Le Cadastre de Grèce (registre foncier) est un dossier complet, unifié, systématique et actualisé en permanence de la propriété hypothécaire. Il comprend la description géométrique et la propriété de chaque parcelle. En Grèce, le cadastre… … Wikipédia en Français
αυτόματος — η, ο (AM ος, ον) 1. αυτός που κινείται, συμβαίνει ή λειτουργεί χωρίς εξωτερική επίδραση 2. αυτός που κινείται ή ενεργεί με καθαρά μηχανικά μέσα νεοελλ. 1. (για ανθρώπινες λειτουργίες) αυτός που συντελείται χωρίς την παρέμβαση της θέλησης,… … Dictionary of Greek
εκτρωμελία — η ιατρ. η πάθηση τών εκτρωμελών, διαταραχή στη διάπλαση τού εμβρύου που χαρακτηρίζεται από διακοπή τής αναπτύξεως ενός ή περισσότερων μελών τού σώματος από κάποια πάθηση … Dictionary of Greek
επίπεδος — η, ο (AM επίπεδος, ον) αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, χωρίς εσοχές ή προεξοχές, πεδινός, ομαλός («γεώδης δ’ ἧν πᾱσα καὶ πλὴν ὁλίγων ἐπίπεδος ἄνωθεν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. (γεωμ.) «επίπεδη επιφάνεια» η επιφάνεια πάνω στην οποία προς οποιαδήποτε… … Dictionary of Greek
ετέρωση — η (Α ἑτέρωσις) [ετερώ] 1. η μεταβολή, η αλλοίωση νεοελλ. βιολ. το βιολογικό φαινόμενο κατά το οποίο οι νόθοι απόγονοι τής πρώτης θυγατρικής γενεάς δύο ζωικών ή φυτικών οργανισμών διαφορετικού είδους ή ποικιλίας παρουσιάζουν επιτάχυνση τής… … Dictionary of Greek
θεόκλητος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. ο μάρτυς. Λέγεται ότι ήταν εκείνος που έδωσε στην αγία Φωτεινή τη Σαμαρείτιδα δηλητήριο από το οποίο πέθανε. Μεταμελήθηκε όμως για την πράξη του και ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Για τη μεταστροφή… … Dictionary of Greek
καθυστέρηση — η [καθυστερώ] 1. αργοπορία, βραδύτητα, αναβολή, επιβράδυνση («καθυστέρηση πληρωμής») 2. η μη έγκαιρη άφιξη («καθυστέρηση αεροπλάνου») 3. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο καθυστερεί κάποιος («το πλοίο είχε τρεις ώρες καθυστέρηση») 4. πρωτόγονη… … Dictionary of Greek